- τετρακαιδεκάεδρον
- τετρᾰκαιδεκά-εδρον [κᾰ], τό,A solid with fourteen faces, Papp. ap. Archim.ii p.538 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετρακαιδεκάεδρον — τὸ, Α στερεό σώμα που έχει δεκατέσσερεις έδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + καί + δέκα + εδρον (< ἔδρα), πρβλ. ὀκτά εδρον] … Dictionary of Greek
τετρακαιδεκαέδρων — τετρακαιδεκάεδρον solid with fourteen faces neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)